διαζευκτικός

διαζευκτικός
-ή, -ό (Α διαζευκτικός, -ή, -όν) [διαζευγνύω]
1. ο διαχωριστικός, ο επιτήδειος στο να διαζευγνύει, να δια χωρίζει
2. ο επιτήδειος ή κατάλληλος για διάζευξη λόγος ή σύνδεσμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διαζευκτικός — disjunctive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαζευκτικός — ή, ό αυτός που διαχωρίζει, που διαλύει: Διαζευκτικοί σύνδεσμοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαζευκτικά — διαζευκτικός disjunctive neut nom/voc/acc pl διαζευκτικά̱ , διαζευκτικός disjunctive fem nom/voc/acc dual διαζευκτικά̱ , διαζευκτικός disjunctive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαζευκτικῶν — διαζευκτικός disjunctive fem gen pl διαζευκτικός disjunctive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαζευκτικόν — διαζευκτικός disjunctive masc acc sg διαζευκτικός disjunctive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαζευκτικαῖς — διαζευκτικός disjunctive fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαζευκτικαί — διαζευκτικός disjunctive fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαζευκτικοῖς — διαζευκτικός disjunctive masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαζευκτικοί — διαζευκτικός disjunctive masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαζευκτικοῦ — διαζευκτικός disjunctive masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”